Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
περιπλοκή
View word page
περι-πλανάομαι
περι-πλανάομαιmid.contr.vb wander aroundan islandHdt.fig.take a roundabout routeto achieve a goalX. of a lionskinenvelopsomeonePi.

ShortDef

to wander about

Debugging

Headword:
περιπλανάομαι
Headword (normalized):
περιπλανάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπλαναομαι
IDX:
32279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32280
Key:
περιπλανάομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-πλανάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πλανάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>wander around</Tr><Obj>an island<Au>Hdt.</Au></Obj><vS2><Indic>fig.</Indic><Tr>take a roundabout route<Expl>to achieve a goal</Expl></Tr><Au>X.</Au></vS2> </vS1> <vS1><Indic>of a lionskin</Indic><Tr>envelop</Tr><Obj>someone<Au>Pi.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπλανάομαι'}