Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
περίπλεως
περιπληθής
περιπλήθω
View word page
περι-πίτνω
περι-πίτνωvb of a chill of despairfall around, envelopsomeone's heartA.

ShortDef

comes over

Debugging

Headword:
περιπίτνω
Headword (normalized):
περιπίτνω
Headword (normalized/stripped):
περιπιτνω
IDX:
32278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32279
Key:
περιπίτνω

Data

{'headword_display': '<b>περι-πίτνω</b>', 'content': "<VE><vHG><HL>περι-πίτνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a chill of despair</Indic><Tr>fall around, envelop</Tr><Obj>someone's heart<Au>A.</Au></Obj> </vS1> </VE>", 'key': 'περιπίτνω'}