Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
περίπλευρος
περιπλέω
View word page
περι-πίμπλαμαι
περι-πίμπλαμαιpass.vb of a housebe completely filledw. peopleX.of an object of visionw.gen.w. whitenessPl.

ShortDef

to be filled full

Debugging

Headword:
περιπίμπλαμαι
Headword (normalized):
περιπίμπλαμαι
Headword (normalized/stripped):
περιπιμπλαμαι
IDX:
32275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32276
Key:
περιπίμπλαμαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-πίμπλαμαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πίμπλαμαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a house</Indic><Tr>be completely filled<Expl>w. people</Expl></Tr><Au>X.</Au><vS2><Indic>of an object of vision</Indic><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. whiteness<Au>Pl.</Au></Cmpl></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπίμπλαμαι'}