Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
περιπλέκω
περιπλευμονίᾱ
View word page
περι-πευκής
περι-πευκήςέςadjπεύκη of an arrowvery sharppiercingIl.

ShortDef

very sharp, keen

Debugging

Headword:
περιπευκής
Headword (normalized):
περιπευκής
Headword (normalized/stripped):
περιπευκης
IDX:
32273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32274
Key:
περιπευκής

Data

{'headword_display': '<b>περι-πευκής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-πευκής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>πεύκη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an arrow</Indic><Def>very sharp</Def><Tr>piercing</Tr><Au>Il.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιπευκής'}