Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
περιπλανάομαι
περιπλάσσω
περίπλεκτος
View word page
περι-πέτομαι
περι-πέτομαιmid.vb of birdsfly aroundAr.someoneAr.

ShortDef

to fly around

Debugging

Headword:
περιπέτομαι
Headword (normalized):
περιπέτομαι
Headword (normalized/stripped):
περιπετομαι
IDX:
32271
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32272
Key:
περιπέτομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-πέτομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πέτομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of birds</Indic><Tr>fly around</Tr><Au>Ar.</Au><Obj>someone<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπέτομαι'}