Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
περιπευκής
περιπήγνῡμι
περιπίμπλαμαι
περιπίμπρημι
περιπίπτω
περιπίτνω
View word page
περιπεταστός
περιπεταστόςόνadj spread aroundof a kisswith lips spread wideAr.

ShortDef

spread round

Debugging

Headword:
περιπεταστός
Headword (normalized):
περιπεταστός
Headword (normalized/stripped):
περιπεταστος
IDX:
32268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32269
Key:
περιπεταστός

Data

{'headword_display': '<b>περιπεταστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιπεταστός</HL><Infl>όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Def>spread around</Def><aS2><Indic>of a kiss</Indic><Tr>with lips spread wide</Tr><Au>Ar.</Au></aS2></aS1></AE>', 'key': 'περιπεταστός'}