Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
περιπέτομαι
περιπέττω
View word page
περι-πείρω
περι-πείρωvb impale a headw. περί + acc.on a spearPlu.a fishw.dat.on a hookPlu. fig. pierceoneselfw.dat.w. sorrowsNT.

ShortDef

to pierce as with a spit

Debugging

Headword:
περιπείρω
Headword (normalized):
περιπείρω
Headword (normalized/stripped):
περιπειρω
IDX:
32262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32263
Key:
περιπείρω

Data

{'headword_display': '<b>περι-πείρω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πείρω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>impale</Tr> <Obj>a head<Expl><GLbl>w. <Ref>περί</Ref> + acc.</GLbl>on a spear</Expl><Au>Plu.</Au></Obj><Obj>a fish<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>on a hook</Expl><Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic> <Tr>pierce</Tr><Obj>oneself<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>w. sorrows</Expl><Au>NT.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπείρω'}