Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
περιπετής
View word page
περιπατητικός
περιπατητικόςή όνadj of a philosopherPeripatetici.e. belonging to the school of AristotlePlu.

ShortDef

walking about while teaching

Debugging

Headword:
περιπατητικός
Headword (normalized):
περιπατητικός
Headword (normalized/stripped):
περιπατητικος
IDX:
32260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32261
Key:
περιπατητικός

Data

{'headword_display': '<b>περιπατητικός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιπατητικός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a philosopher</Indic><Tr>Peripatetic<Expl>i.e. belonging to the school of Aristotle</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιπατητικός'}