Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
περιπέτεια
View word page
περι-πατέω
περι-πατέωcontr.vb walk about, stroll around Ar. Att.orats. Pl. X. Arist. Thphr. fig. conduct oneself, behaveNT.

ShortDef

to walk up and down, to walk about

Debugging

Headword:
περιπατέω
Headword (normalized):
περιπατέω
Headword (normalized/stripped):
περιπατεω
IDX:
32259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32260
Key:
περιπατέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-πατέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-πατέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>walk about, stroll around</Tr> <Au>Ar. Att.orats. Pl. X. Arist. Thphr.<NBPlus/></Au> </vS1> <vS1><Indic>fig.</Indic> <Tr>conduct oneself, behave</Tr><Au>NT.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπατέω'}