Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
περιπετάννῡμι
περιπεταστός
View word page
περι-παπταίνω
περι-παπταίνωvb peer all around Mosch.tm.

ShortDef

to look timidly round

Debugging

Headword:
περιπαπταίνω
Headword (normalized):
περιπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
περιπαπταινω
IDX:
32258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32259
Key:
περιπαπταίνω

Data

{'headword_display': '<b>περι-παπταίνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-παπταίνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>peer all around</Tr> <Au>Mosch.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπαπταίνω'}