Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
περιπέσσω
View word page
περιπαθέω
περιπαθέωcontr.vbπεριπαθής be deeply moved Plu.

ShortDef

to be in a state of violent emotion

Debugging

Headword:
περιπαθέω
Headword (normalized):
περιπαθέω
Headword (normalized/stripped):
περιπαθεω
IDX:
32256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32257
Key:
περιπαθέω

Data

{'headword_display': '<b>περιπαθέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περιπαθέω</HL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>περιπαθής</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>be deeply moved</Tr> <Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιπαθέω'}