Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Cambridge Greek Lexicon
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
περιπέμπω
View word page
περιόψομαι
περιόψομαι
fut.mid.
see
περιοράω
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
περιόψομαι
Headword (normalized):
περιόψομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοψομαι
IDX:
32255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32256
Key:
περιόψομαι
Data
{'headword_display': '<b>περιόψομαι</b>', 'content': '<XE><RefFm>περιόψομαι<LblR>fut.mid.</LblR></RefFm><XR>see<Ref>περιοράω</Ref></XR> </XE>', 'key': 'περιόψομαι'}