Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
περιπέλομαι
περίπεμπτος
View word page
περιοχή
περιοχήῆςfπεριέχω compass, scopeof a person's undertakingsPlb. mass, bodyof a meteoritePlu.contentsectionof a written workNT.

ShortDef

compass, extent a mass, body

Debugging

Headword:
περιοχή
Headword (normalized):
περιοχή
Headword (normalized/stripped):
περιοχη
IDX:
32254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32255
Key:
περιοχή

Data

{'headword_display': '<b>περιοχή</b>', 'content': "<NE><HG><HL>περιοχή</HL><Infl>ῆς</Infl><PS>f</PS><Ety><Ref>περιέχω</Ref></Ety></HG> <nS1><Tr>compass, scope<Expl>of a person's undertakings</Expl></Tr><Au>Plb.</Au></nS1> <nS1><Tr>mass, body<Expl>of a meteorite</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1><nS1><Tr>content<or/>section<Expl>of a written work</Expl></Tr><Au>NT.</Au></nS1></NE>", 'key': 'περιοχή'}