Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
περιπατητικός
περίπατος
περιπείρω
View word page
περι-ορχέομαι
περι-ορχέομαιmid.contr.vb dancew.intern.acc.a war-dancearounda statue Call.tm.

ShortDef

to dance around

Debugging

Headword:
περιορχέομαι
Headword (normalized):
περιορχέομαι
Headword (normalized/stripped):
περιορχεομαι
IDX:
32252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32253
Key:
περιορχέομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-ορχέομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-ορχέομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>dance<Prnth><GLbl>w.intern.acc.</GLbl>a war-dance</Prnth>around<Expl>a statue</Expl></Tr> <Au>Call.<LblR>tm.</LblR></Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιορχέομαι'}