Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
περιπατέω
View word page
περι-ορμέω
περι-ορμέωcontr.vb of a blockading fleetanchor aroundan island Th.

ShortDef

to anchor round, to blockade

Debugging

Headword:
περιορμέω
Headword (normalized):
περιορμέω
Headword (normalized/stripped):
περιορμεω
IDX:
32249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32250
Key:
περιορμέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-ορμέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-ορμέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a blockading fleet</Indic><Tr>anchor around<Expl>an island</Expl></Tr> <Au>Th.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιορμέω'}