Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
περιόψομαι
περιπαθέω
περιπαθής
περιπαπταίνω
View word page
περιορισμός
περιορισμόςοῦm boundaryof a fieldPlu.

ShortDef

a limitation

Debugging

Headword:
περιορισμός
Headword (normalized):
περιορισμός
Headword (normalized/stripped):
περιορισμος
IDX:
32248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32249
Key:
περιορισμός

Data

{'headword_display': '<b>περιορισμός</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιορισμός</HL><Infl>οῦ</Infl><PS>m</PS></HG> <nS1><Tr>boundary<Expl>of a field</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιορισμός'}