Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
περιοχή
View word page
περι-οργίζομαι
περι-οργίζομαιpass.vb be made very angry Plb.

ShortDef

to be very angry

Debugging

Headword:
περιοργίζομαι
Headword (normalized):
περιοργίζομαι
Headword (normalized/stripped):
περιοργιζομαι
IDX:
32244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32245
Key:
περιοργίζομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-οργίζομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-οργίζομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>be made very angry</Tr> <Au>Plb.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιοργίζομαι'}