Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
περιορύσσω
περιορχέομαι
περιουσίᾱ
View word page
περι-οργής
περι-οργήςέςadjὀργή of a populacevery angryTh.

ShortDef

very angry

Debugging

Headword:
περιοργής
Headword (normalized):
περιοργής
Headword (normalized/stripped):
περιοργης
IDX:
32243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32244
Key:
περιοργής

Data

{'headword_display': '<b>περι-οργής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-οργής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>ὀργή</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a populace</Indic><Tr>very angry</Tr><Au>Th.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'περιοργής'}