Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
περιορμίζω
View word page
περιοπτέος
περιοπτέοςIon.ηονvbl.adjπεριοράω of an eventto be allowedto happenHdt.of a countryw.ptcpl.to perishHdt.

ShortDef

to be overlooked

Debugging

Headword:
περιοπτέος
Headword (normalized):
περιοπτέος
Headword (normalized/stripped):
περιοπτεος
IDX:
32240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32241
Key:
περιοπτέος

Data

{'headword_display': '<b>περιοπτέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιοπτέος</HL><Infl>ᾱ<VInfl><Lbl>Ion.</Lbl><FmInfl>η</FmInfl></VInfl>ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>περιοράω</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of an event</Indic><Tr>to be allowed<Expl>to happen</Expl></Tr><Au>Hdt.</Au><aS2><Indic>of a country</Indic><Cmpl><GLbl>w.ptcpl.</GLbl>to perish<Au>Hdt.</Au></Cmpl></aS2></aS1></AE>', 'key': 'περιοπτέος'}