Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
περιορμέω
View word page
περιολίσθησις
περιολίσθησιςεωςf slippage, displacementw.gen.of soilPlu.

ShortDef

a slipping away

Debugging

Headword:
περιολίσθησις
Headword (normalized):
περιολίσθησις
Headword (normalized/stripped):
περιολισθησις
IDX:
32239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32240
Key:
περιολίσθησις

Data

{'headword_display': '<b>περιολίσθησις</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περιολίσθησις</HL><Infl>εως</Infl><PS>f</PS></HG> <nS1><Tr>slippage, displacement<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of soil</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περιολίσθησις'}