Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
περιορισμός
View word page
περι-ολισθάνω
περι-ολισθάνωvb of a ship lifted out of the water by a machine slip outfr. its gripPlu.

ShortDef

to slip away all round, slip off

Debugging

Headword:
περιολισθάνω
Headword (normalized):
περιολισθάνω
Headword (normalized/stripped):
περιολισθανω
IDX:
32238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32239
Key:
περιολισθάνω

Data

{'headword_display': '<b>περι-ολισθάνω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-ολισθάνω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a ship lifted out of the water by a machine</Indic> <Tr>slip out<Expl>fr. its grip</Expl></Tr><Au>Plu.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιολισθάνω'}