Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
περίοργος
περίορθρον
περιορίζομαι
View word page
περιοιστέος
περιοιστέοςᾱ ονvbl.adjπεριφέρωof a keyto be carried aroundw.dat.by someoneMen.

ShortDef

to be carried about

Debugging

Headword:
περιοιστέος
Headword (normalized):
περιοιστέος
Headword (normalized/stripped):
περιοιστεος
IDX:
32237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32238
Key:
περιοιστέος

Data

{'headword_display': '<b>περιοιστέος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιοιστέος</HL><Infl>ᾱ ον</Infl><PS>vbl.adj</PS><Ety><Ref>περιφέρω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a key</Indic><Tr>to be carried around<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>by someone</Expl></Tr><Au>Men.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιοιστέος'}