Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
περιοργίζομαι
View word page
περιοικίς
περιοικίςίδοςfem.adjπερίοικος of cities, villages, islands, or sim.lying around, outlyingHdt. Th. X. Arist. Plb. Plu.sb.surrounding territoryTh.outlying cityX. Arist.

ShortDef

neighboring (subst., surrounding territory of a town)

Debugging

Headword:
περιοικίς
Headword (normalized):
περιοικίς
Headword (normalized/stripped):
περιοικις
IDX:
32234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32235
Key:
περιοικίς

Data

{'headword_display': '<b>περιοικίς</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιοικίς</HL><Infl>ίδος</Infl><PS>fem.adj</PS><Ety><Ref>περίοικος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of cities, villages, islands, or sim.</Indic><Tr>lying around, outlying</Tr><Au>Hdt. Th. X. Arist. Plb. Plu.</Au><SGrm><GLbl>sb.</GLbl><Def>surrounding territory</Def><Au>Th.</Au><S2><Def>outlying city</Def><Au>X. Arist.</Au></S2></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'περιοικίς'}