Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
περίοπτος
περιοράω
περιοργής
View word page
περι-οικέω
περι-οικέωcontr.vb live around people or placesHdt. Ar. Isoc. X. NT. Plu.intr.live round aboutHdt. Lys. Plb. Plu.pass.of a countrybe surroundedw.dat.by citiesPlb.

ShortDef

to dwell round

Debugging

Headword:
περιοικέω
Headword (normalized):
περιοικέω
Headword (normalized/stripped):
περιοικεω
IDX:
32233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32234
Key:
περιοικέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-οικέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-οικέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>live around</Tr> <Obj>people or places<Au>Hdt. Ar. Isoc. X. NT. Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>intr.</Indic><Tr>live round about</Tr><Au>Hdt. Lys. Plb. Plu.</Au></vS2><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of a country</Indic><Def>be surrounded</Def><Cmpl><GLbl>w.dat.</GLbl>by cities<Au>Plb.</Au></Cmpl></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'περιοικέω'}