Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περινέω
περίνεως
περινίζομαι
περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
περιολίσθησις
περιοπτέος
View word page
περι-οδεύω
περι-οδεύωvb go around, make a circuit of a placePlu.fig.a personwhom one is trying to corrupt, likened to an impregnable fortressPlu.

ShortDef

to go all round

Debugging

Headword:
περιοδεύω
Headword (normalized):
περιοδεύω
Headword (normalized/stripped):
περιοδευω
IDX:
32230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32231
Key:
περιοδεύω

Data

{'headword_display': '<b>περι-οδεύω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-οδεύω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Tr>go around, make a circuit of</Tr> <Obj>a place<Au>Plu.</Au></Obj><vS2><Indic>fig.</Indic><Obj>a person<Expl>whom one is trying to corrupt, likened to an impregnable fortress</Expl><Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'περιοδεύω'}