Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περινέμομαι
περινέφελος
περινέω
περίνεως
περινίζομαι
περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
περιοικοδομέω
περίοικος
περιοιστέος
περιολισθάνω
View word page
περιξεστός
περιξεστόςή όνadjπεριξέωof a rockhighly polishedOd.

ShortDef

polished round about

Debugging

Headword:
περιξεστός
Headword (normalized):
περιξεστός
Headword (normalized/stripped):
περιξεστος
IDX:
32228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32229
Key:
περιξεστός

Data

{'headword_display': '<b>περιξεστός</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιξεστός</HL><Infl>ή όν</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιξέω</Ref></Ety></HG><aS1><Indic>of a rock</Indic><Tr>highly polished</Tr><Au>Od.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιξεστός'}