Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
περινέφελος
περινέω
περίνεως
περινίζομαι
περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
περίοιδα
περιοικέω
περιοικίς
View word page
περι-νοέω
περι-νοέωcontr.vb think arounddevote excessively clever thought to everythingAr.ponder, contemplate, have in mindgreat projects, a dangerous situationPlu.

ShortDef

to contrive cunningly

Debugging

Headword:
περινοέω
Headword (normalized):
περινοέω
Headword (normalized/stripped):
περινοεω
IDX:
32224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32225
Key:
περινοέω

Data

{'headword_display': '<b>περι-νοέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-νοέω</HL><PS>contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>think around<or/>devote excessively clever thought to</Tr> <Obj>everything<Au>Ar.</Au></Obj><vS2><Tr>ponder, contemplate, have in mind</Tr><Obj>great projects, a dangerous situation<Au>Plu.</Au></Obj></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'περινοέω'}