Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
περινέφελος
περινέω
περίνεως
περινίζομαι
περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
περίοδος
View word page
περί-νεως
περί-νεωςεωmναῦςacc.pl.
περίνεως
supernumerary sailori.e. one who is not a member of the crewpassengerTh.

ShortDef

a supercargo

Debugging

Headword:
περίνεως
Headword (normalized):
περίνεως
Headword (normalized/stripped):
περινεως
IDX:
32221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32222
Key:
περίνεως

Data

{'headword_display': '<b>περί-νεως</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περί-νεως</HL><Infl>εω</Infl><PS>m</PS><Ety><Ref>ναῦς</Ref></Ety><FG><Case><Lbl>acc.pl.</Lbl><Form>περίνεως</Form></Case></FG></HG> <nS1><Def>supernumerary sailor<Expl>i.e. one who is not a member of the crew</Expl></Def><Tr>passenger</Tr><Au>Th.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περίνεως'}