Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
περινέφελος
περινέω
περίνεως
περινίζομαι
περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
πέριξ
περιξεστός
περιξέω
περιοδεύω
View word page
περινέω
περινέωep.περινηέωcontr.vbνέω3νηέω pile upw.acc.sacrificial victims, woodarounda corpse, a building Il.tm. Hdt. make a pilew.dat.of woodaround a house, a groveHdt.

ShortDef

swim round
pile, heap round

Debugging

Headword:
περινέω
Headword (normalized):
περινέω
Headword (normalized/stripped):
περινεω
IDX:
32220
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32221
Key:
περινέω

Data

{'headword_display': '<b>περινέω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περινέω</HL><VL><Lbl>ep.</Lbl><FmHL>περινηέω</FmHL></VL><PS>contr.vb</PS><Ety><Ref>νέω<Hm>3</Hm></Ref><Ref>νηέω</Ref></Ety></vHG> <vS1><Tr>pile up<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>sacrificial victims, wood</Prnth>around<Expl>a corpse, a building</Expl></Tr> <Au>Il.<LblR>tm.</LblR> Hdt.</Au> </vS1> <vS1><Tr>make a pile<Prnth><GLbl>w.dat.</GLbl>of wood</Prnth>around</Tr> <Obj>a house, a grove<Au>Hdt.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περινέω'}