Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
περινέφελος
περινέω
περίνεως
περινίζομαι
περινῑ́σομαι
περινοέω
περίνοια
περινοστέω
View word page
περι-ναιετάω
περι-ναιετάωep.contr.vb3pl.
περιναιετάουσι
masc.pl.ptcpl.
περιναιετάοντες
of persons dwell round aboutOd. Hes. Pi. AR.of citieslie round aboutOd.

ShortDef

to dwell round about

Debugging

Headword:
περιναιετάω
Headword (normalized):
περιναιετάω
Headword (normalized/stripped):
περιναιεταω
IDX:
32216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32217
Key:
περιναιετάω

Data

{'headword_display': '<b>περι-ναιετάω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-ναιετάω</HL><PS>ep.contr.vb</PS><FG><Tns><Lbl>3pl.</Lbl><Form>περιναιετάουσι</Form></Tns><Tns><Lbl>masc.pl.ptcpl.</Lbl><Form>περιναιετάοντες</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic> <Tr>dwell round about</Tr><Au>Od. Hes. Pi. AR.</Au><vS2><Indic>of cities</Indic><Tr>lie round about</Tr><Au>Od.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'περιναιετάω'}