Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
περινέφελος
περινέω
περίνεως
View word page
περι-μηχανάομαι
περι-μηχανάομαιmid.contr.vb craftily plan a schemeOd.slaveryw.dat.for someoneOd.

ShortDef

to prepare very craftily, contrive cunningly

Debugging

Headword:
περιμηχανάομαι
Headword (normalized):
περιμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμηχαναομαι
IDX:
32211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32212
Key:
περιμηχανάομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-μηχανάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-μηχανάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Tr>craftily plan</Tr> <Obj>a scheme<Au>Od.</Au></Obj><Obj>slavery<Expl><GLbl>w.dat.</GLbl>for someone</Expl><Au>Od.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιμηχανάομαι'}