Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
περινέφελος
View word page
περι-μήκετος
περι-μήκετοςονadjμῆκος of a tree, a mountainvery tallHom.

ShortDef

very tall

Debugging

Headword:
περιμήκετος
Headword (normalized):
περιμήκετος
Headword (normalized/stripped):
περιμηκετος
IDX:
32209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32210
Key:
περιμήκετος

Data

{'headword_display': '<b>περι-μήκετος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-μήκετος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μῆκος</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a tree, a mountain</Indic><Tr>very tall</Tr><Au>Hom.</Au></aS1> </AE>', 'key': 'περιμήκετος'}