Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
περιναίω
περινέμομαι
View word page
περί-μετρος
περί-μετροςονadjof the web on a loomvery largeOd. fem.sb.w. γραμμή line understd.perimeter, circumferencePlb. Plu.

ShortDef

very large; well-fitting; (n.) circumference

Debugging

Headword:
περίμετρος
Headword (normalized):
περίμετρος
Headword (normalized/stripped):
περιμετρος
IDX:
32208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32209
Key:
περίμετρος

Data

{'headword_display': '<b>περί-μετρος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-μετρος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS></HG><aS1><Indic>of the web on a loom</Indic><Tr>very large</Tr><Au>Od.</Au></aS1> <aS1><SGrm><GLbl>fem.sb.</GLbl><Indic>w. <Ref>γραμμή</Ref> <ital>line</ital> understd.</Indic><Def>perimeter, circumference</Def><Au>Plb. Plu.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'περίμετρος'}