Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
περιμῡ́ρομαι
περιναιέται
περιναιετάω
View word page
περί-μεστος
περί-μεστοςονadjμεστός of a hoopclosely set roundw.gen.w. swordsX.of a personvery fullw.gen.of good feelingPlu.

ShortDef

full all round, quite full of

Debugging

Headword:
περίμεστος
Headword (normalized):
περίμεστος
Headword (normalized/stripped):
περιμεστος
IDX:
32206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32207
Key:
περίμεστος

Data

{'headword_display': '<b>περί-μεστος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-μεστος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>μεστός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a hoop</Indic><Tr>closely set round<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>w. swords</Expl></Tr><Au>X.</Au></aS1><aS1><Indic>of a person</Indic><Tr>very full<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of good feeling</Expl></Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίμεστος'}