Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
περιμινύθω
περιμῡκάομαι
View word page
περι-μάχομαι
περι-μάχομαιmid.vb of troops fight aroundencirclea defensive ring of soldiersX.

ShortDef

fight around

Debugging

Headword:
περιμάχομαι
Headword (normalized):
περιμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμαχομαι
IDX:
32203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32204
Key:
περιμάχομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-μάχομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-μάχομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of troops</Indic> <Def>fight around</Def><Tr>encircle<Expl>a defensive ring of soldiers</Expl></Tr><Au>X.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περιμάχομαι'}