Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
περιμηχανάομαι
View word page
περι-μάσσω
περι-μάσσω
Att.περιμάττω
vb3pl.aor.imperatv.
περιμαξάτωσαν
of quack healers wipe while encirclingritually wipe cleansomeoneMen.

ShortDef

to wipe all round, to purify by magic, disenchant by purification

Debugging

Headword:
περιμάσσω
Headword (normalized):
περιμάσσω
Headword (normalized/stripped):
περιμασσω
IDX:
32201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32202
Key:
περιμάσσω

Data

{'headword_display': '<b>περι-μάσσω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-μάσσω</HL><DL><Lbl>Att.</Lbl><FmHL>περιμάττω</FmHL></DL><PS>vb</PS><FG><Tns><Lbl>3pl.aor.imperatv.</Lbl><Form>περιμαξάτωσαν</Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Indic>of quack healers</Indic> <Def>wipe while encircling</Def><Tr>ritually wipe clean</Tr><Obj>someone<Au>Men.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιμάσσω'}