Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
περιμήκης
View word page
περιμανής
περιμανήςέςadj of a desirethoroughly mad, furiousPlu.

ShortDef

furious, mad

Debugging

Headword:
περιμανής
Headword (normalized):
περιμανής
Headword (normalized/stripped):
περιμανης
IDX:
32200
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32201
Key:
περιμανής

Data

{'headword_display': '<b>περιμανής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιμανής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS></HG> <aS1><Indic>of a desire</Indic><Tr>thoroughly mad, furious</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περιμανής'}