Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
περίμετρος
περιμήκετος
View word page
περι-μαίνομαι
περι-μαίνομαιmid.vb of Ares rage arounda groveHes.

ShortDef

to rush furiously about

Debugging

Headword:
περιμαίνομαι
Headword (normalized):
περιμαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
περιμαινομαι
IDX:
32199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32200
Key:
περιμαίνομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-μαίνομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-μαίνομαι</HL><PS>mid.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of Ares</Indic> <Tr>rage around</Tr><Obj>a grove<Au>Hes.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιμαίνομαι'}