Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
περίμεστος
περίμετρον
View word page
περί-λῡπος
περί-λῡποςονadjλῡ́πη of personsvery distressed, in deep griefIsoc. Arist. NT. Plu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περίλῡπος
Headword (normalized):
περίλῡπος
Headword (normalized/stripped):
περιλυπος
IDX:
32197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32198
Key:
περίλῡπος

Data

{'headword_display': '<b>περί-λῡπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-λῡπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λῡ́πη</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons</Indic><Tr>very distressed, in deep grief</Tr><Au>Isoc. Arist. NT. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίλῡπος'}