Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλείμματα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
περιμένω
View word page
περί-λοιπος
περί-λοιποςονadjλοιπός of persons or thingsleft over, remaining, survivingTh. X. Plu.

ShortDef

remaining

Debugging

Headword:
περίλοιπος
Headword (normalized):
περίλοιπος
Headword (normalized/stripped):
περιλοιπος
IDX:
32195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32196
Key:
περίλοιπος

Data

{'headword_display': '<b>περί-λοιπος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-λοιπος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>λοιπός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of persons or things</Indic><Tr>left over, remaining, surviving</Tr><Au>Th. X. Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίλοιπος'}