Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλάμπω
περιλείμματα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
περιμενεαίνω
View word page
περι-λιχμάομαι
περι-λιχμάομαιmid.contr.vb of a lion lick all aroundits jawsTheoc. of the heads of decapitated cattle lick uptheir own gorePlu.

ShortDef

to lick all round

Debugging

Headword:
περιλιχμάομαι
Headword (normalized):
περιλιχμάομαι
Headword (normalized/stripped):
περιλιχμαομαι
IDX:
32194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32195
Key:
περιλιχμάομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-λιχμάομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-λιχμάομαι</HL><PS>mid.contr.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a lion</Indic> <Tr>lick all around</Tr><Obj>its jaws<Au>Theoc.</Au></Obj> </vS1> <vS1><Indic>of the heads of decapitated cattle</Indic> <Tr>lick up</Tr><Obj>their own gore<Au>Plu.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περιλιχμάομαι'}