Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείμματα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
περίλῡπος
περιμαιμάω
περιμαίνομαι
περιμανής
περιμάσσω
περιμάχητος
περιμάχομαι
View word page
περιλιπής
περιλιπήςέςadjπεριλείπομαι of boatsleft over, remaining, survivingPlb.masc.pl.sb.survivorsw.gen.of a catastrophePl.

ShortDef

surviving

Debugging

Headword:
περιλιπής
Headword (normalized):
περιλιπής
Headword (normalized/stripped):
περιλιπης
IDX:
32193
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32194
Key:
περιλιπής

Data

{'headword_display': '<b>περιλιπής</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περιλιπής</HL><Infl>ές</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>περιλείπομαι</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of boats</Indic><Tr>left over, remaining, surviving</Tr><Au>Plb.</Au><SGrm><GLbl>masc.pl.sb.</GLbl><Def>survivors<Expl><GLbl>w.gen.</GLbl>of a catastrophe</Expl></Def><Au>Pl.</Au></SGrm></aS1></AE>', 'key': 'περιλιπής'}