Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικυλινδέομαι
περικυλῑ́ω
περικῡ́μων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαλέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείμματα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
περιλεσχήνευτος
περιληπτός
περιλιμνάζω
περιλιπής
περιλιχμάομαι
περίλοιπος
περιλούω
View word page
περι-λείπομαι
περι-λείπομαιpass.vb of persons be left over, remain, surviveafter a disaster or sim.Hdt. E. Pl. Lycurg. Plb. Plu.w.gen.after a warIl.tm.of thingsAnd. Ar. Pl. Is. Plb.

ShortDef

to be left remaining, remain over, survive

Debugging

Headword:
περιλείπομαι
Headword (normalized):
περιλείπομαι
Headword (normalized/stripped):
περιλειπομαι
IDX:
32186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32187
Key:
περιλείπομαι

Data

{'headword_display': '<b>περι-λείπομαι</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-λείπομαι</HL><PS>pass.vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of persons</Indic> <Tr>be left over, remain, survive<Expl>after a disaster or sim.</Expl></Tr><Au>Hdt. E. Pl. Lycurg. Plb. Plu.</Au><Cmpl><GLbl>w.gen.</GLbl>after a war<Au>Il.<LblR>tm.</LblR></Au></Cmpl><vS2><Indic>of things</Indic><Au>And. Ar. Pl. Is. Plb.</Au></vS2> </vS1> </VE>', 'key': 'περιλείπομαι'}