Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
περικτίονες
περικτίται
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέομαι
περικυλῑ́ω
περικῡ́μων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαλέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
περιλάμπω
περιλείμματα
περιλείπομαι
περιλείχω
περίλεξις
περιλέπω
View word page
περι-κωμάζω
περι-κωμάζωvb go round on an amorous excursioncruise aroundwrestling schoolsAr.

ShortDef

to carouse round

Debugging

Headword:
περικωμάζω
Headword (normalized):
περικωμάζω
Headword (normalized/stripped):
περικωμαζω
IDX:
32179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32180
Key:
περικωμάζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κωμάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-κωμάζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Def>go round on an amorous excursion</Def><Tr>cruise around</Tr><Obj>wrestling schools<Au>Ar.</Au></Obj> </vS1> </VE>', 'key': 'περικωμάζω'}