Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
περικτίονες
περικτίται
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέομαι
περικυλῑ́ω
περικῡ́μων
περικωμάζω
περικωνέω
περιλαλέω
περιλαμβάνω
περιλαμπής
View word page
περικτίται
περικτίταιep.m.plonly nom.neighboursOd.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικτίται
Headword (normalized):
περικτίται
Headword (normalized/stripped):
περικτιται
IDX:
32173
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32174
Key:
περικτίται

Data

{'headword_display': '<b>περικτίται</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περικτίται</HL><PS>ep.m.pl</PS><FG><Case><Lbl>only nom.</Lbl></Case></FG></HG><nS1><Tr>neighbours</Tr><Au>Od.</Au></nS1></NE>', 'key': 'περικτίται'}