Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημῖδες
περικοκκάζω
περικομίζω
περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
περικτίονες
περικτίται
περικυκλόω
περικύκλωσις
περικυλινδέομαι
περικυλῑ́ω
View word page
περι-κρᾱ́νιος
περι-κρᾱ́νιοςονadjκρᾱνίον1 of a capfitting the skullPlu.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικρᾱ́νιος
Headword (normalized):
περικρᾱ́νιος
Headword (normalized/stripped):
περικρανιος
IDX:
32167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32168
Key:
περικρᾱ́νιος

Data

{'headword_display': '<b>περι-κρᾱ́νιος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περι-κρᾱ́νιος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κρᾱνίον<Hm>1</Hm></Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of a cap</Indic><Tr>fitting the skull</Tr><Au>Plu.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περικρᾱ́νιος'}