Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημῖδες
περικοκκάζω
περικομίζω
περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
περικτίονες
περικτίται
περικυκλόω
View word page
περί-κομψος
περί-κομψοςονadjκομψός of conjecturesvery subtleall too cleverAr.

ShortDef

very elegant, exquisite

Debugging

Headword:
περίκομψος
Headword (normalized):
περίκομψος
Headword (normalized/stripped):
περικομψος
IDX:
32164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32165
Key:
περίκομψος

Data

{'headword_display': '<b>περί-κομψος</b>', 'content': '<AE><HG><HL>περί-κομψος</HL><Infl>ον</Infl><PS>adj</PS><Ety><Ref>κομψός</Ref></Ety></HG> <aS1><Indic>of conjectures</Indic><Def>very subtle</Def><Tr>all too clever</Tr><Au>Ar.</Au></aS1></AE>', 'key': 'περίκομψος'}