Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

Περικλέης
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημῖδες
περικοκκάζω
περικομίζω
περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
περικτίονες
περικτίται
View word page
περικόμματα
περικόμματατωνn.plπερικόπτω chopped up scrapsof meatmincemeatAr. Men. περικομμάτιαωνn.pldimin. mincemeatAr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
περικόμματα
Headword (normalized):
περικόμματα
Headword (normalized/stripped):
περικομματα
IDX:
32163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32164
Key:
περικόμματα

Data

{'headword_display': '<b>περικόμματα</b>', 'content': '<NE><HG><HL>περικόμματα</HL><Infl>των</Infl><PS>n.pl</PS><Ety><Ref>περικόπτω</Ref></Ety></HG> <nS1><Def>chopped up scraps<Expl>of meat</Expl></Def><Tr>mincemeat</Tr><Au>Ar. Men.</Au></nS1> <RelW><HG><HL>περικομμάτια</HL><Infl>ων</Infl><PS>n.pl</PS><Ety>dimin.</Ety></HG> <nS1><Tr>mincemeat</Tr><Au>Ar.</Au></nS1></RelW></NE>', 'key': 'περικόμματα'}