Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικλεής
Περικλέης
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημῖδες
περικοκκάζω
περικομίζω
περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
περικτίονες
View word page
περι-κομίζω
περι-κομίζωvb of a commanderbringw.acc.shipsroundto a placeTh.pass.of sailorsproceed roundto a placeTh.

ShortDef

to carry round

Debugging

Headword:
περικομίζω
Headword (normalized):
περικομίζω
Headword (normalized/stripped):
περικομιζω
IDX:
32162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32163
Key:
περικομίζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κομίζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-κομίζω</HL><PS>vb</PS></vHG> <vS1><Indic>of a commander</Indic><Tr>bring<Prnth><GLbl>w.acc.</GLbl>ships</Prnth>round<Expl>to a place</Expl></Tr><Au>Th.</Au><vSGrm><GLbl>pass.</GLbl><Indic>of sailors</Indic><Def>proceed round<Expl>to a place</Expl></Def><Au>Th.</Au></vSGrm> </vS1> </VE>', 'key': 'περικομίζω'}