Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Cambridge Greek Lexicon

περικλάω
περικλεής
Περικλέης
περικλειτός
περικλείω
περικλινής
περικλύζω
περίκλυστος
περικλυτός
περικνημῖδες
περικοκκάζω
περικομίζω
περικόμματα
περίκομψος
περικοπή
περικόπτω
περικρᾱ́νιος
περικρατής
περίκρημνος
περικρούω
περικρύβω
View word page
περι-κοκκάζω
περι-κοκκάζωvbapp.reltd.κοκκύζωaor.
περιεκόκκασαv.l.περιεκόκκυσα
crow around or oversomeonecrow in contemptAr.

ShortDef

to cry cuckoo all round

Debugging

Headword:
περικοκκάζω
Headword (normalized):
περικοκκάζω
Headword (normalized/stripped):
περικοκκαζω
IDX:
32161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:cambridge-greek-lexicon-32162
Key:
περικοκκάζω

Data

{'headword_display': '<b>περι-κοκκάζω</b>', 'content': '<VE><vHG><HL>περι-κοκκάζω</HL><PS>vb</PS><Ety>app.reltd.<Ref>κοκκύζω</Ref></Ety><FG><Tns><Lbl>aor.</Lbl><Form>περιεκόκκασα<VarForm><Lbl>v.l.</Lbl><Form>περιεκόκκυσα</Form></VarForm></Form></Tns></FG></vHG> <vS1><Def>crow around or over<Expl>someone</Expl></Def><Tr>crow in contempt</Tr><Au>Ar.</Au> </vS1> </VE>', 'key': 'περικοκκάζω'}